βιαιότης

βιαιότης
βιαιότης
violence
fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • βιαιότητα — βιαιότης violence fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βιαιότητος — βιαιότης violence fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βιαιότητα — η (AM βιαιότης) [βίαιος] η ιδιότητα του βίαιου νεοελλ. βίαιη πράξη ή ενέργεια …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”